ἀσόφου

ἀσόφου
ἄσοφος
unwise
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νιρβάνας, Παύλος — (Μαριανούπολη, Ρωσία 1866 – Αθήνα 1937). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη. Νεαρός εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου σπούδασε γιατρός και υπηρέτησε στο ναυτικό· παράλληλα καλλιέργησε από πολύ νωρίς τα γράμματα ως ποιητής, πεζογράφος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”